- δαπάνη
- Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες αποβλέπουν στην απόκτηση εμπορευμάτων και υπηρεσιών χρήσιμων στην ικανοποίηση των αναγκών, και σε δ. επένδυσης, που προορίζονται να δημιουργήσουν, να ισχυροποιήσουν και να ανανεώσουν τα παραγωγικά μέσα.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία δ., που ανάλογα με τις περιπτώσεις μπορεί να περιληφθεί είτε στις καταναλωτικές είτε στις δ. επένδυσης, αποτελείται από τα παραγωγικά έξοδα, δηλαδή από το σύνολο των δ. που ο επιχειρηματίας οφείλει να κάνει στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας. Τα παραγωγικά έξοδα υποδιαιρούνται σε πάγια και μεταβλητά, ανάλογα με το αν το συνολικό ποσό τους συνυπολογίζεται ή όχι στον όγκο της παραγωγής. Πάγια έξοδα είναι εκείνα που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα σε οποιοδήποτε επίπεδο παραγωγής, όπως η εκμίσθωση των χώρων, οι ασφάλειες, το τίμημα για την εκμετάλλευση μιας ευρεσιτεχνίας κλπ. Μεταβλητά είναι εκείνα που αναπτύσσονται ανάλογα με την αύξηση του όγκου της παραγωγής, όπως για παράδειγμα οι δ. για την απόκτηση πρώτων υλών και κινητήριας δύναμης, για την πληρωμή των ημερομισθίων και των άλλων εξόδων.
Στους εθνικούς λογαριασμούς συναντάται και η έννοια της εθνικής δ., που αποτελείται από το άθροισμα της συνολικής ιδιωτικής και δημόσιας δ. μιας χώρας στο διάστημα ενός έτους, του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και του καθαρού υπολοίπου των κεφαλαίων που εισήχθησαν από το εξωτερικό, δηλαδή του συνόλου των διαθέσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η ακαθάριστη δ. της οικονομίας διακρίνεται σε κατανάλωση ιδιωτική και δημόσια, σε ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, ιδιωτικές και δημόσιες, και στη μεταβολή των αποθεμάτων.
δικαστική δ.Στη νομική ορολογία έτσι ορίζεται το σύνολο των δ. που απαιτούνται για μια δίκη. Πιο συγκεκριμένα, είναι τα διάφορα τέλη και παράβολα, οι αμοιβές των δικηγόρων και των δικαστικών κλητήρων κλπ. Οι δικαστικές δ. παίζουν σημαντικό ρόλο για τη διεξαγωγή μιας δίκης, γιατί προκαταβάλλονται από εκείνον που την προκαλεί, αλλά στο τέλος τα πληρώνει αυτός που χάνει τη δίκη. Όταν όμως κάθε διάδικος χάνει ή κερδίζει μερικώς τη δίκη, η δικαστική δ. συμψηφίζεται ολικά ή μερικά κατά περίπτωση. Όποιος έχει την υποχρέωση να προκαταβάλει τα έξοδα και δεν το κάνει, θεωρείται σαν να μην εμφανίζεται στη δίκη και δικάζεται ερήμην. Υπάρχουν λεπτομερείς διατάξεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σχετικά με τη δικαστική δ. (άρθρα 173-193): με βάση ορισμένους κανόνες και υπολογισμούς, το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί για το ποιος θα πληρώσει τα έξοδα, με την τελική του απόφαση, οπότε κρίνεται και ποιος από τους διαδίκους και σε ποιον βαθμό έχει κερδίσει. Για την εκκαθάριση των δικαστικών δ., αρκεί και απλή πιθανολόγησή τους. Όταν όμως υπάρχει πίνακας των διαδίκων, το δικαστήριο υποχρεούται να αποφαίνεται συγκεκριμένα για κάθε κονδύλι. Δεν επιτρέπεται έφεση κατά της απόφασης μόνο για τα δικαστικά έξοδα, ούτε προσωπική κράτηση του υπόχρεου για την καταβολή τους. Επίσης, τα έξοδα της ποινικής δίκης επιβάλλονται στον κατηγορούμενο αν κηρυχθεί ένοχος, ενώ ο ίδιος έχει πάντα τα έξοδα της υπεράσπισής του. Όταν αθωωθεί ο κατηγορούμενος, τα έξοδα επιβάλλονται στο δημόσιο ή στον μηνυτή, αν από δόλο ή βαριά αμέλεια έκανε τη μήνυση. Υπάρχουν και κάποιες ειδικότερες περιπτώσεις κατανομής του βάρους της δικαστικής δ., όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που ανακαλείται η μήνυση (έγκληση), οπότε επιβάλλονται πάντα στον ανακαλούντα μηνυτή. Για τους διαδίκους που είναι άποροι και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα έξοδα της δικαστικής δ., υπάρχει σχετική πρόβλεψη. Στην ποινική δίκη προβλέπεται η μείωση του ποσού των εξόδων που καταδικάζεται να πληρώσει ο κατηγορούμενος, μέχρι το 1/3, αν αποδεικνύεται ότι είναι άπορος και ιδίως πολύτεκνος. Για τις δίκες των αστικών διαφορών, στις οποίες τα έξοδα είναι περισσότερα και προκαταβάλλονται εξαιτίας του συστήματος της πρωτοβουλίας των διαδίκων στις δίκες αυτές, υπάρχει η δυνατότητα παροχής του ευεργετήματος της πενίας.
* * *η (AM δαπάνη)1. το να ξοδεύει κανείς είδος ή χρήματα2. χρηματικό ποσό που ξοδεύεται για κάτι3. υπερβολικά έξοδα, σπατάλη4. φρ. α) «ἰδίᾳ δαπάνη» — με προσωπική δαπάνηβ) «δημοσίᾳ δαπάνη» — με έξοδα τού κράτουςμσν.εφόδια και τρόφιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάπτω* + θηλ. του επιθήματος -ανος*. Στη λ. δαπάνη η αρχική σημ. τού δάπτω «καταβροχθίζω, καταστρέφω, φθείρω» μετέπεσε στη σημ. «έξοδα, σπατάλη»].
Dictionary of Greek. 2013.